-
1 ἐπικίδνημι
A spread over, κακοῖς ἐπικίδνατε θυμόν spread a brave spirit over your ills, Orac. ap. Hdt.7.140:—in Hom. always [voice] Pass. (only in Il.), ὕδωρ ἐπικίδναται ἆιαν is spread over the earth, Il.2.850, cf. A.R.2.978; ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς far as the morning light is spread, Il.7.451, 458;ἐπεκίδνατο οὐρανὸν ἄστρα Q.S.5.347
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικίδνημι
См. также в других словарях:
επικίδνημι — ἐπικίδνημι (Α) εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ. β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει] … Dictionary of Greek